- ομαδώ
- ὁμαδῶ, -έω (Α) [όμαδος]1. (για πλήθος συγκεντρωμένων ανθρώπων που μιλούν όλοι μαζί) κάνω θόρυβο, προκαλώ οχλαγωγία («μνηστῆρες δ' ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα», Ομ. Οδ.)2. αναφωνώ («οἱ δ' ὁμάδησαν θαρσαλέοις ἐπέεσι», Απολλ. Ρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.